- δεκατόσπορος
- δεκατόσπορος, -ον (Α)αυτός που ανήκει στη δέκατη γενιά, ο δέκατος απόγονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκατόσπορος — in the tenth generation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)